δαφνόδενδρο

δαφνόδενδρο
το
δάφνη που έχει αναπτυχθεί σε δέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + δένδρο. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1866 στον X. Σ. Καρμίτση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”